κύστη

κύστη
Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται επίσης ο όγκος ή νεόπλασμα που παρουσιάζεται με τη μορφή κ. κυσταδένωμα. Καλοήθης όγκος προερχόμενος από αδενικό ιστό, ο οποίος περιέχει κυστικές μάζες που καλύπτονται από επιθήλιο. Εντοπίζεται συνήθως στις ωοθήκες ή στο πάγκρεας. κυστεκτομή. Χειρουργική επέμβαση στην ουροδόχο κ., η οποία συχνά αντικαθίσταται από ένα τμήμα εντέρου. Γίνεται συνήθως σε περιπτώσεις καρκίνου της ουροδόχου κ. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και για τη χειρουργική επέμβαση οποιασδήποτε κ. κυστεογραφία. Εξέταση με ακτίνες Χ της κ., αφού πληρωθεί με ακτινοσκιερή ουσία. κυστεοκήλη. Κήλη που σχηματίζεται από την προς τα κάτω και πίσω μετατόπιση της ουροδόχου κ. προς το πάνω μέρος του κόλπου, λόγω αποδυνάμωσης της πυελικής υποστήριξης. κυστεοουρηθρογραφία. Διαγνωστική μέθοδος. Διαμέσου της ουρήθρας εισάγεται στην κ. μια ακτινοσκιερή ουσία. Έτσι το περίγραμμα της κ. και η ουρήθρα διακρίνονται λεπτομερώς σε ακτινογραφίες που λαμβάνονται κατά την ούρηση. Συνηθέστερα, το τεστ αυτό γίνεται σε μικρά παιδιά που έχουν περάσει μολύνσεις του ουροποιητικού σωλήνα, για να διερευνηθεί αν η αιτία είναι η παλινδρόμηση ούρων σε έναν από τους ουρητήρες, καθώς αδειάζει η κ. Το τεστ διενεργείται και με τη χρησιμοποίηση μιας ραδιοϊσοτοπικής ουσίας, χωρίς ανάμειξη των ακτίνων Χ. κυστεοστομία. Χειρουργική διάνοιξη προσωρινής ή μόνιμης τρύπας στην ουροδόχο κ., με σκοπό την κένωσή της (ούρηση) παρακάμπτοντας την ουρήθρα. κυστίδιο. Μικρή φουσκάλα γεμάτη με διαυγές υγρό, που σχηματίζεται στο σημείο μιας βλάβης του δέρματος ή η οποιαδήποτε, σαν μικρός σάκος, δομή στο σώμα. κυστική ίνωση. Αυτοσωματική υπολειπόμενη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία των εξωκρινών αδένων. Κλινικά εκδηλώνεται με χρόνιες λοιμώξεις πνευμόνων και ανεπαρκή απορρόφηση θρεπτικών ουσιών και οδηγεί σε διαταραχή της ανάπτυξης. Προκαλεί παθολογική αύξηση της συγκέντρωσης αλάτων (νατρίου και καλίου) στον ιδρώτα και πηκτής βλέννας στους βρόγχους, στους χοληφόρους και στους παγκρεατικούς πόρους και στο έντερο. Προσβάλλει κυρίως βρέφη και παιδιά και η πρόγνωσή της είναι κακή. κυστικό βλαστίδιο. Πρώιμο στάδιο στην ανάπτυξη ενός εμβρύου, που αποτελείται από μια σφαίρα δύο στρωμάτων κυττάρων που περιβάλλουν μια κοιλότητα γεμάτη με υγρό. κυστικός όγκος. Νεοπλασματικός όγκος που περιέχει κ. κυστικός πόρος. Μικρός σωλήνας μέσα από τον οποίο περνά η χολή από και προς τη χοληδόχο κ. παθολογικές κ. Σφαιροειδείς παθολογικοί σχηματισμοί, με μονήρη, ή πολλαπλές κοιλότητες και ρευστό, ημίρρευστο ή ζυμώδες περιεχόμενο. Μπορεί να σχηματιστούν σε οποιοδήποτε μέρος του ανθρώπινου σώματος και το μέγεθός τους ποικίλλει από κεφαλή καρφίτσας έως γροθιά ή και μεγαλύτερο. Οι κ. μπορεί να είναι συγγενείς, παρασιτικής προέλευσης (εχινόκοκκος, κυστίκερκος), ή επίκτητες. Συχνότερες είναι οι κ. που οφείλονται σε έμφραξη του εκφορητικού πόρου κάποιου εξωκρινούς αδένα: ο αδένας, αναγκασμένος να κατακρατεί το έκκριμά του, διογκώνεται και μετατρέπεται σε κ. Με τον σχηματισμό αυτό μπορεί να σχηματιστούν κ. στους σμηγματογόνους αδένες, στα νεφρά, στο πάγκρεας, στους σιελογόνους αδένες, στα βλέφαρα κ.α. Μπορεί επίσης να σχηματιστούν κ. κατόπιν ατελούς ίασης φλεγμονωδών διεργασιών ή αιματώματος (βλ. λ. αιμορραγία). Για τις μικρές κ. του δέρματος δεν χρειάζεται κάποια θεραπευτική αγωγή και μπορεί να εξαφανιστούν από μόνες τους· για τις άλλες απαιτείται χειρουργική αφαίρεση.
* * *
(I)
η (AM κύστις, -εως, Α γεν. και -ιος και -ιδος)
υμενώδης θύλακος τού σώματος ο οποίος χρησιμεύει ως αποδέκτης υγρού ή αερίου («ἀντικρὺς κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἤλυθ' ἀκωκή», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε πολλά κοίλα όργανα τα οποία έχουν μορφή σάκου (α. «χοληδόχος κύστη» — απιοειδούς μορφής κύστη που βρίσκεται στην κάτω επιφάνεια τού ήπατος και η οποία διά τού κυστικού πόρου εκβάλλει στον χοληδόχο πόρο
β. «ουροδόχος κύστη» — κοίλο μυώδες όργανο στο οποίο συναθροίζονται τα ούρα κατά τα μεσοδιαστήματα μεταξύ τών ουρήσεων)
2. ιατρ. είδος παθολογικού θυλάκου, μονόχωρου ή πολύχωρου, με ρευστό ή ημίρρευστο περιεχόμενο (α. «πνευμονική κύστη» β. «περικαρδιακή κύστη» γ. «βλαστική κύστη» δ. «παροδοντική κύστη»)
3. καλοήθης ή κακοήθης όγκος με μορφή θυλάκου
μσν.
πληγή στη ράχη ίππου
αρχ.
1. σακουλάκι, θυλάκιο
2. συν. στον πληθ. αἱ κύστιδες
τα υπώπια*, τα μέρη κάτω από τους οφθαλμούς, οι σακούλες που σχηματίζονται κάτω από τα μάτια
3. (για τον άνεμο, όταν φουσκώνει τα σύννεφα) φούσκα («ὥσπερ κύστιν [τὰς νεφέλας] φυσᾱν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύσ-τις είναι πιθ. μετονοματικό παρ. ενός ρ. με σημ. «φυσώ», πρβλ. αρχ. ινδ. śvas-iti, και εμφανίζει επίθημα -τις (πρβλ. μνήσ-τις). Η σύνδεση με τα κύσθος, κυσός, καθώς και με το κύω δεν φαίνεται πιθανή].
————————
(II)
κύστη, ἡ (Α) [κύστις]
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος σπογγίτης»
2. μικρό καλάθι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύστη — fiscella fem nom/voc sg (attic epic ionic) κύστις bladder fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύστῃ — κύστη fiscella fem dat sg (attic epic ionic) κύστηι , κύστις bladder fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύστη — η 1. υμενώδης θύλακος του σώματος, μέσα στον οποίο συλλέγεται λίγο λίγο οργανικό υγρό: Με το κυστεοσκόπιο εξετάζεται η ουροδόχος κύστη. 2. όγκος ή νεόπλασμα που έχει μορφή κύστης. 3. θύλακος ελαστικός, φούσκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρεογλωσσική κύστη — Διόγκωση στον λαιμό που μπορεί να παρουσιαστεί, όταν ένας πόρος, που συνήθως εξαφανίζεται στη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης, παραμένει στη θέση του. Αν η κύστη επιμολυνθεί, αφαιρείται συνήθως με εγχείρηση …   Dictionary of Greek

  • χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… …   Dictionary of Greek

  • κύστην — κύστη fiscella fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύστης — κύστη fiscella fem gen sg (attic epic ionic) κύστις bladder fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”